σιροπιάζω

σιροπιάζω
σιροπιάζω και σοροπιάζω σιρόπιασα, ρίχνω σιρόπι: Σιροπιάζω το κανταΐφι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιροπιάζω — σιροπιάζω, σιρόπιασα, σιροπιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιροπιάζω — και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι] 1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι 2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ… …   Dictionary of Greek

  • σοροπιάζω — Ν βλ. σιροπιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”